Monday, September 3, 2012

Tsukasa Fushimi & Sakura Ikeda – Oreimo Volume 1


Οι πολλές επαγγελματικές υποχρεώσεις και κατά συνέπεια η έλλειψη χρόνου δεν μου επέτρεψαν να διαβάσω κάποιο βιβλίο απ’ την Ιαπωνία πρόσφατα, έτσι, για να μη μείνει το μπλογκ ανενεργό για πολλή καιρό, είπα να κάνω για πρώτη, αλλά όχι και τελευταία φορά,  την παρουσίαση ενός μάνγκα.

Το Oreimo Volume 1, που κυκλοφορεί στις 18 Σεπτεμβρίου, είναι όπως καταλαβαίνει κανείς ο πρώτος τόμος σε μια σειρά βασισμένη στα ελαφρά αναγνώσματα, όπως χαρακτηρίζονται, του Tsukasa Fushimi.

Πρωταγωνιστές σ’ αυτή την ιστορία είναι ο δεκαεφτάχρονος μαθητής Κιοσούκε και η δεκατετράχρονη αδελφή του, Κιρίνο. Τα δύο αδέλφια δεν τα πάνε και πολύ καλά, κάτι που είναι εμφανές από την αρχή, ωστόσο τα πράγματα σύντομα θ’ αλλάξουν.

Όλα αρχίζουν όταν ο πρώτος ανακαλύπτει ότι η αδελφή του, που είναι μοντέλο, εξαιρετική αθλήτρια και η καλύτερη ίσως μαθήτρια του σχολείου, έχει στην κατοχή της κάποια βιντεοπαιχνίδια και άνιμε με «πονηρό» περιεχόμενο.

Το γεγονός αυτό στην αρχή τον ξενίζει, αλλά από την άλλη δεν μπορεί να πει κιόλας ότι ξέρει καλά την αδελφή του αφού εδώ και δύο χρόνια οι σχέσεις τους είναι πέρα ως πέρα τυπικές. Η αλήθεια είναι ότι κάπου τη ζηλεύει κιόλας, αφού η Κιρίνο είναι ακριβώς ότι δεν είναι αυτός: εξαιρετικά δημοφιλής – «ανήκει σε μια ολόδική της κατηγορία», σκέφτεται. Και είναι σίγουρος ότι εκείνη τον μισά, τουλάχιστον όσο μισά ο ίδιος τη ρουτίνα, ή τη μιζέρια όπως τη βλέπει, της καθημερινότητάς του.

Η Κιρίνο λοιπόν, η μικρή αυτή γνωστή και άγνωστή του, θα τον βγάλει απ’ αυτή τη ρουτίνα και θα τον παρασύρει σε μια περιπέτεια, που θα τον αναγκάσει θέλοντας και μη ν’ ανακαλύψει ένα καινούριο κόσμο: ένα κόσμο όπου η συνήθεια αποτελεί άγνωστη λέξη, όπου υπάρχουν αμίλητοι κώδικες, και όπου άτομα όπως η αδελφή του, που παρόλες τις επιτυχίες της μοιάζει απελπιστικά μόνη, ελπίζει να συναντήσει μια αδελφή ψυχή.

Ο Κιοσούκε σύντομα αντιλαμβάνεται ότι η αδελφή του τού άνοιξε τα μάτια σε μια νέα πραγματικότητα, πολύ διαφορετική απ’ το συντηρητικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν, υπό τη σκιά του αυστηρού πατέρα τους. Και όσο κι αν δεν θέλει να το παραδεχτεί αυτή η αλλαγή του αρέσει, τον κάνει να νιώθει πιο ζωντανός.

Οι δυο τους θα μιλήσουν εκτενώς γι’ αυτά που τους συμβαίνουν, ή μάλλον για τον τρόπο ζωής της Κιρίνο, θα έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με τις πιο οδυνηρές τους αλήθειες, και κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα νιώσουν ότι χρειάζονται ο ένας τον άλλο για να επιβιώσουν.

Μέχρι να συμβεί αυτό όμως θα ζήσουν κάποιες καταστάσεις, στη διάρκεια των οποίων η μικρή όχι μόνο θα διαψεύσει τις υποψίες του μεγάλου, αλλά και θα τον βάλει κατ’ επανάληψη στη θέση του κάθε φορά που θα τις εκφράζει. Η Κιρίνο χρειάζεται κάποιον που να μπορεί να την αποδέχεται όπως ακριβώς είναι και να την καταλαβαίνει. Κι αυτός ο κάποιος θα γίνει ο αδελφός της.

Μια καλογραμμένη ιστορία, με έξυπνους και πού και πού σκληρούς διάλογους, και εκφραστικές ζωγραφιές που συλλαμβάνουν με μοναδικό τρόπο τις ψυχικές καταστάσεις των ηρώων.

Friday, August 10, 2012

Yasunari Kawabata – Thousand Cranes


Το Thousand Cranes του Γιασουνάρι Καβαμπάτα (ή Καουμπάτα) είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μόνο οι γιαπωνέζοι συγγραφείς συνηθίζουν να παράγουν: σύντομα, ανθρώπινα και με ουσία.

Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο Κικουτζί, ένας νεαρός άντρας που καταφθάνει στην Καμακούρα για να παραστεί σε μια Τελετή του Τσαγιού, μετά από πρόσκληση της Σικακό, μιας γκέισας και πρώην ερωμένης του πατέρα του.

Ο Κικουτζί είχε πάει για πρώτη φορά εκεί όταν ήταν οκτώ ή εννιά χρόνων, δεν θυμάται ακριβώς, και αναρωτιέται για το πόσο θα έχουν αλλάξει τα πράγματα στο πέρασμα του χρόνου. Όπως σύντομα θ’ αντιληφθεί, εκτός από τους ανθρώπους που γέρασαν, όλα παρέμειναν σχετικά τα ίδια.

Η Σικακό έχει γίνει ένα άτομο δίχως φύλο, σκέφτεται όταν την βλέπει, αλλά το μέσα της δεν έχει αλλάξει. Είναι η ίδια γυναίκα που ήταν και τότε: Κάποια που της αρέσει να χώνει τη μύτη της σε υποθέσεις που δεν την αφορούν και που προσπαθεί πάντα να περνάει το δικό της.

Ποιο είναι το δικό της αυτή τη φορά; Μα ο γάμος του Κικουτζί με την κόρη των Ιναμούρα, τη Γιουκικό. Ο πρώτος, φυσικά, όταν κινούσε για εκείνο το μέρος δεν είχε ιδέα ότι τον προσκάλεσε για να του κάνει προξενιό. Ωστόσο το κορίτσι του αρέσει. Είναι όμορφο πολύ και έχει κι εκείνο το μαντήλι με τους χίλιους πελαργούς, το οποίο τον έχει μαγέψει.

Αν η μοίρα δεν είχε τα δικά της σχέδια για πάρτη του ίσως και να γνώριζε καλύτερα και να ερωτευόταν αυτό το κορίτσι. Τα πράγματα όμως παίρνουν μια διαφορετική τροπή όταν ανακαλύπτει ότι στην τελετή παρίστανται και η κυρία Οτά, επίσης πρώην ερωμένη του μακαρίτη του πατέρα του, καθώς και η κόρη της, η Φουμικό.

Ο Κικουτζί, για κάποιον λόγο θα νιώσει αμέσως μια έλξη και ίσως κάποιου είδους ψυχική συγγένεια με την κυρία Οτά. Έτσι, αντί να επιδιώξει τη συντροφιά των δύο κοριτσιών, θα πάρει εκείνη στο κατόπι, και σύντομα θα καταλήξουν στο κρεβάτι. Του ενέπνευσε κάποιου είδους μητρική αγάπη η μορφή της, ή ίσως η εικόνα της και μόνο να ήταν αρκετή για να τον κάνει να νιώσει και πάλι κοντά στον πατέρα του.

Η Φουμικό, από τη δική της πλευρά, όταν μάθει τα καθέκαστα, θα τον επισκεφθεί και θα τον παρακαλέσει να συγχωρέσει τη μητέρα της. «Η μητέρα θα έπρεπε να πεθάνει πρώτη», του λέει, και όχι ο πατέρας του. Αλλά κι η ίδια η κυρία Οτά, θέλει να πεθάνει, ειδικά μετά την ερωτική τους συνεύρεση: «Θέλω να πεθάνω. Θα ήμουν ευτυχισμένη αν πέθαινα τώρα».

Η επιθυμία της σύντομα θα γίνει πραγματικότητα, ή μάλλον η ίδια θα την κάνει τέτοια. Το γεγονός αυτό θα φέρει τους δυο νέους πιο κοντά, αλλά, για κάποιο λόγο, εκείνο που μοιάζει να τους ενώνει πιο πολύ είναι η ιδέα του θανάτου και όχι η ζωή: «Ο θάνατος παρεμποδίζει μοναχά την κατανόηση», διαβάζουμε κάπου, ενώ λίγο πιο κάτω η Φουμικό λέει: «Ίσως η μητέρα να πέθανε επειδή δεν μπορούσε να αντέξει την ίδια την ασκήμια της».

Το τσάι και το τελετουργικό του παίζουν σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ιστορία. Διαβάζοντάς την μαθαίνουμε κάποια πράγματα γι’ αυτή την παράδοση, για τα κύπελλα του τσαγιού που περνούν από γενιά σε γενιά και για τη σημασία που έχουν γι’ αυτούς που τα κατέχουν, για την ακριβή κληρονομιά τους. Κάποια στιγμή, λίγο πριν το τέλος, βλέπουμε τους δυο τους να κάθονται συντροφιά και να μοιράζονται ένα τσάι όταν αντιλαμβάνονται ότι: «Τα δύο κύπελλα που βρίσκονταν μπροστά τους θύμιζαν τις ψυχές του πατέρα του και της μητέρας της».

Η Γιουκικό καθόλη τη διάρκεια της αφήγησης παραμένει στις σκιές, κάτι σαν ένα άπιαστο όνειρο, παρόλες τις προσπάθειες τις Σικακό για να την ντύσει νύφη. Κι η τελευταία είναι αυτή που τελικά κλέβει την παράσταση, καθώς πρόκειται μια γυναίκα πικρόχολη, εκκεντρική, της οποίας οι λέξεις στάζουν δηλητήριο.

Όσο για το τέλος, αυτό παραμένει ανοικτό, όπως σε τόσες άλλες γιαπωνέζικες ιστορίες. Ο συγγραφέας μοιάζει να μας λέει ότι την ανάγνωση ακολουθεί η πραγματική ζωή. Κι όμως και το βιβλίο για την πραγματική ζωή μας μιλά, αφού τα ευτυχισμένα τέλη δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση.

Monday, July 23, 2012

Mari Akasaka – Vibrator


Το πιο προκλητικό και πλέον παραπλανητικό στοιχείο σ’ αυτό το βιβλίο είναι ο τίτλος του. Βλέποντάς τον κανείς αναπόφευκτα σκέφτεται ότι θα βρει εδώ μια ιστορία άκρατου ερωτισμού και τα λοιπά τραγικά, αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Όχι πώς δεν υπάρχει σεξ στο Vibrator, υπάρχει, αλλά ο Δονητής, στον οποίο αναφέρεται δεν είναι άλλος απ’ αυτόν του τηλεφώνου.

Αν θέλαμε να περιγράψουμε με λίγες λέξεις αυτό το κείμενο θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια ιστορία αυτοανακάλυψης. Η πρωταγωνίστριά του, η Ρέι, είναι μια αυτοκαταστροφική γυναίκα που πάσχει από βουλιμία και αλκοολισμό. Αν και επιτυχημένη στην επαγγελματική της ζωή, σαν δημοσιογράφος, στην προσωπική τίποτα δεν μοιάζει να της πηγαίνει καλά. Οι λόγοι είναι πολλοί και διάφοροι και έχουν σαν αφετηρία την παιδική της ηλικία, και πιο συγκεκριμένα ένα περιστατικό που συνέβηκε στην όγδοη τάξη του σχολείου, το οποίο την τάραξε υπερβολικά πολύ: δέχτηκε ένα χαστούκι από κάποιο δάσκαλο.

Τα σημερινά της προβλήματα ωστόσο, όσο κι αν εκκινούν απ’ το χθες, έχουν να κάνουν με μια αίσθηση ματαιότητας που την καταβάλλει πού και πού, με την ανασφάλειά της, μα πάνω απ’ όλα με τις αϋπνίες της.

Η Ρέι είναι σχιζοφρενής, ακούει φωνές στο κεφάλι της και πολλές φορές συγχέει αυτά που συμβαίνουν μέσα εκεί με την πραγματικότητα. Και είναι μόνη. Κι αυτή η μοναξιά την τρελαίνει περισσότερο.

Πίνει για να κάνει τις μέσα της φωνές να σιωπήσουν, ή έστω να γίνουν πιο λίγες. Πίνει κι από μέσα της γελά και δακρύζει. Γελά για την κατάντια της, κλαίει επειδή φοβάται ότι αν συνεχίσει έτσι θα χάσει πια για τα καλά το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή της, τις λέξεις. Γι’ αυτές μιλά ξανά και ξανά, σ’ αυτές κατ’ επανάληψη επιστρέφει:

«Η μαμά μου δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία είχε για μένα η αποδόμηση των λέξεων». «Οι λέξεις υπάρχουν μοναχά εκεί που εκφέρονται». «Θα εξακολουθούσα να χαμογελώ αν δεν υπήρχαν λέξεις;». Κάποτε απελπισμένη σκέφτεται: «Δεν έχω δικές μου λέξεις. Δεν μπορώ να γράψω λέξεις που να μου ανήκουν».

Η Ρέι είναι μια εξαιρετικά ευαίσθητη, μα μισοπεθαμένη ψυχή. Δεν μοιάζει να ζει, αλλά απλά να επιβιώνει. Θέλει να είναι αλλιώς, μα δεν το μπορεί. Παραπαίει στα όρια της κατάθλιψης.

Αυτά μέχρι που μια παγωμένη νυχτιά γνωρίζει σε μια υπεραγορά στο Τόκιο έναν φορτηγατζή. Με που τον αντικρίζει νιώθει μια δόνηση να τη συνταράζει, τη δόνηση του κινητού, που είναι στην τσέπη της. Θ’ αφήσει την κλήση αναπάντητη, απλά και μόνο επειδή είναι στον κόσμο της, κι οι μέσα της φωνές δεν ξέρουν ν’ απαντάνε τα τηλέφωνα. Αντί αυτού θα πληρώσει τις αγορές της, τζιν και λευκό κρασί, και θα βγει στο δρόμο. Εκεί που θα συναντήσει για μια ακόμη φορά τον φορτηγατζή, τον Τακατόσι, τον οποίο και θ’ ακολουθήσει σε διαδρομές εκατοντάδων χιλιομέτρων για δυο μέρες και δυο νύχτες.

Θα νιώσει από την πρώτη στιγμή άνετα μ’ αυτό τον άντρα κι ας της ομολογεί ότι έχει βίαιο παρελθόν. Νιώθει κάποιου είδους ψυχική συγγένεια μαζί του, και, το πιο σημαντικό, όσο είναι δίπλα του οι μέσα της φωνές χαμηλώνουν, μερικές φορές βγάζουν κιόλας το σκασμό.

Αυτό το αυθόρμητο και μακρύ ταξίδι, ίσως στο τέλος ν’ αποδειχτεί η σωτηρία της, καθώς: «Φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν μπορώ να αγγίξω», λέει, αλλά τον Τακατόσι και να τον αγγίξει μπορεί, αλλά και να τον καταλάβει. Αυτός, από τη δική του πλευρά, τη δέχεται όπως ακριβώς είναι, με όλες τις παραξενιές της, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ο ένας βρίσκει στον άλλο ό,τι χρειάζεται, αλλά και οι δύο γνωρίζουν ότι η συνύπαρξή τους δεν θα κρατήσει και πολύ. Σ’ αυτή την περίπτωση ωστόσο το λίγο είναι αρκετό.

Όμορφη, ποιητική και οικονομημένη γραφή, που κάπου θυμίζει Μπανάνα Γιοσιμότο, αλλά στο πιο ερωτικό της.